Греческий перевод М. Александропулоса
Источник: Αφηγηση της Εκστρατειας του Ιγκορ. Αποδοση Μητσος Αλεξανδροπουλος (με Εισαγωγη και Σχολια). Κεδρος, 1976.
- 1. Μήπως, αδελφοί μου, πρέπει, ν’ αρχίσουμε κι εμείς σαν τους παλιούς τραγουδιστές τη λυπητερή διήγηση για την εκστρατεία του Ίγκορ, του γιού του Σφιατοσλάβου;
- 2. Μα τούτο το τραγούδι ας το πούμε καλύτερα έτσι που εγίνη το καθένα στις μέρες μας, κι όχι δπως θά τό έπλεκε με τή φαντασία του ό Μπογιάνος.
- 3. Ό θεϊκός Μπογιάνος, σάν ήθελε κάποιον να τραγουδήσει, σκόρπιζε ο νους του σαν τη βερβέρα, στων δεντριών τους κλώνους, σα γρίβος λύκος στα πέρατα, σαν αητός σιδερόχαλκος στα νέφη.
- 4. Αναθυμόταν, λέει, τους περασμένους χρόνους του αδελφοσπαραγμού. Δέκα γερακοφάλκονα άφηνε τότε να χυμήξουν πάνω στα σμαριασμένα κυκνοπούλια: κι ο πρώτος κύκνος που έπιανε, εκείνος έλεγε το πρώτο τραγούδι για τον παλιό Γιαροσλάβο, για τον αντρειωμένο Μστισλάβο, που πήρε τό κεφάλι του Ρεντέντια μπρος στα φουσάτα των κασόγων, για τον ομορφάντρα το Ρομάνο, το γιό του Σφιατοσλάβου.
- 5. Άλλα ο Μπογιάνος, δεν αμόλαγε δέκα γερακοφάλκονα πάνω στα σμαριασμένα κυκνοπούλια – τα θεϊκά του δάχτυλα άφηνε κι ακουμπάγαν τις ψυχωμένες χορδές, κι απέ μονάχες τους εκείνες τις δόξες ανυμνούσανε των κνιάζων.
- 6. Ν’ αρχίσουμε λοιπόν, αδελφοί μου, την ιστορία τούτη από τόν παλιό Βλαδίμηρο ως το σημερινό Ίγκορ, που τη σκέψη του τη συνεπήρε η δύναμη του, και την καρδιά του την ακόνισε με την αντρειοσύνη του,
- 7. κι όλος ψυχή πολεμική τράβηξε με τα γενναία του φουσάτα για τη γη των Πολοφτσάνων, τη γη να διαφεντέψει της Ρωσίας.
- 8. Γύρισε τότε ο Ίγκορ στον ήλιο τον περίλαμπρο καί είδε: σκότος εχύθη από τον ήλιο και σκέπασε το στράτευμα.
- 9. Και είπε ο Ίγκορ στους συντρόφους του:
- 10. «Αδελφοί και συντρόφοι μου! Να πεθάνουμε καλύτερα, παρά σκλάβοι να γίνουμε.
- 11. Σελώστε, αδελφοί, τα φτερωτά σας άλογα, πάμε ν’ αντικρίσουμε τα γαλανά νερά του Ντον».
- 12. Το λογισμό του κνιάζου τον αποσκέπασε η λαχτάρα του• και το κακό σημείο του τόκρυψε η δίψα του να πιεί νερό από το μέγα Ντον.
- 13. «Θέλω, έκραξε, να σπάσω το κοντάρι μου στο σύνορο της γης των Πολοφτσάνων. Μαζί με σας, άντρες Ρώσοι, θέλω ή το κεφάλι να μου πάρουν ή νερό να πιώ από το Ντον με το σιδεροσκούφι μου».
- 14. «Ω, Μπογιάνε, αηδόνι των παλιών καιρών, ώ και νάταν εσύ να τα τραγούδαγες έτούτα τα φουσάτα, χοροπετώντας, αηδόνι, πάνω στου στοχασμού το δέντρο, φτερουγίζοντας ο νους σου στα σύννεφα, πλεξουδιάζοντας τις δόξες τούτων των δυό καιρών, τρέχοντας το κατόπιν του Τρογιάνου μέσ’ από κάμπους σε βουνά!
- 15. Εσύ να τραγούδαγες, εγγόνι του Βελέσου, του Ίγκορ το τραγούδι:
- 16. «Δεν είναι μπόρα σταυραητώνπου ξέσπασε στον κάμπο τον πλατύ,δεν είναι καλιακούδεςπου πλάκωσαν στο μέγα Ντον…»
- 17. Η κι αλλιώς πως, θεϊκέ Μπογιάνε, εγγόνι του Βελέσου ν’ άρχιζες το τραγούδι σου:
- 18. «Άλογα χλιμιντρίζουν πέρα στό Σούλα ποταμό,
βροντάει στο Κίεβο ο αχός της νίκης
βογγάνε βούκινα στο Νόβγκορντ,
λάβαρα ανεμίζουν στο Πουτίβλ…» - 19. Το λατρεμένο αδέρφι του προσμένει ο Ίγκορ, το Φσέβολοντ. Κι ο ταύρος ο ανήμερος ο Φσέβολοντ απολογήθη κι είπε:
- 20. «Ένα ‘ναι τ’ αδέρφι μου κι ένα το φως μου το περίλαμπρο, εσύ Ίγκορ! Σπορά του Σφιατοσλά-βου είμαστε κι οι δυό.
- 21. Σέλωσε, αδέρφι, τα φτερωτά σου τ’ άλογα, και τα δικά μου ‘ν’ έτοιμα, τα σέλωσα μπροστύτερα στό Κούρσκ.
- 22. Και διαλεχτοί συντρόφοι μ’ ακλουθάνε:κάτου από τα βούκινα τους φάσκιωναν,κάτου από τα σιδερένια τα σκουφιά τους λικνοκουνούσαν,με του κονταριού τη μύτη τους τάιζαν ψωμί.
- 23. Όλα τα περάσματα τα πέρασανκι όλες τις κλεισούρες τις εδιάβηκαν• κι έχουν τα δοξάρια τεντωμένα, τις σαϊτοθήκες ξεκούμπωτες, τις σπάθες τροχισμένες.
- 24. Σα γρίβοι λύκοι στον κάμπο ξαμολιούνταιγυρεύοντας τιμή γι’ αυτούς και δόξα για τον κνιάζο».
- 25. Τα χρυσά σκαλόλουρα πάτησε τότε κνιάζος Ίγκορ κι εχύθη στον ολόισιο κάμπο.
- 26. Ο ήλιος σκέπασε τη στράτα με τα σκότη•
- 27. σα μπόρα βόγγηξε η νύχτα κι έκοψε των πουλιών τον υπνο•
- 28. βρούχος θεριών σηκώθη ολόγυρά του.
- 29. Κι ο Ντίβος κράζει από ψηλή δεντροκορφή, κράζει να τον ακούσουν άγνωστοι τόποι – ο Βόλγας και τα μέρη του πελάγου και του Σούλα, το Σούροζο κι ο Κόρσουνος, κι εσύ, σκιάχτρο του Τμουτορακάν.
- 30. Οι Πολοφτσάνοι μέσ’ από περάσματ’ απερπάτητα τριπόδισαν στο μέγα Ντον. Τριζοβροντάν μες στα μεσάνυχτα οι αραμπάδες τους – αλαφιασμένα κυκνοπούλια.
- 31. Κι ο Ίγκορ φέρνει τα στρατεύματα στο Ντον!
- 32. Μα τα πουλιά του λόγγου φτεροπετάν κιόλας ξοπίσω του τον ολεθρό του καρτερώντας• λύκοι αγουριώνται στις κλεισούρες και μαυλάν την μπόρα• σκούξιμο αητών παρακινάει τ’ αγρίμια στο γλέντι των κοκάλων• αλπουδοζούδια τρέχουν κι αλυχτάν τα κόκκινα σκουτάρια.
- 33. Ω, της Ρωσίας η γη, πολύ μακριά είσαι τώρα!
- 34. Αγάλι-αγάλι αποτραβιέται η νύχτα. Ροδόφεξε αυγή, μολύβιασε στους κάμπους.
- 35. Τ’ αηδόνια νύσταξαν κι οι απαλές έπαψαν οι φωνές τους – ξύπνησαν κράζοντας οι καλιακούδες.
- 36. Στον απλωμένο κάμπο οι Ρώσοι τείχος ύψωσαν τα κόκκινα σκουτάρια τους, γυρεύοντας τιμή γι’ αυτούς και δόξα για τον κνιάζο.
- 37. Το χάραμα, ημέρα Παρασκευή, τα ποδοπάτησαν τ’ ασκέρια των απίστων• σαΐτες χύθηκαν στον κάμπο και πήραν σκλάβες τους των Πολοφτσάνων τις καλοκάμωτες γυναίκες. Πήραν μαλάματα, βλατιά, πεντάκριβα εξάμιτα.
- 38. Με χράμια, με μαχλάμια και γουναρικά, με χίλια-δυό πλουμίδια πολοφτσάνικα, γιοφύρια στρώ-σανε στα βαλτονέρια και στις λασπουριές.
- 39. Σημαία πορφυρή και τ’ ασπροφλάμπουρο, κι άλικο σκήπτρο και κοντάρι από ασήμι χώρισε από τα λάφυρα και κράτησε ο αντρειωμένος γιος του Σφιατοσλάβου!
- 40. Λαγοκοιμάται μές στη στέπα του Ολέγκ η σπορά η αντρειωμένη. Αλάργα πέταξε!
- 41. Κι η μοίρα της δεν ήταν να την σπαράξουν γέρακες, ούτε κι οι γύπες, ούτε κι εσύ, κοράκι μαύρο, άπιστε Πολοφτσάνε!
- 42. Σα γρίβος λύκος αμολύθηκε ο Κζά, και ο Κοντσάκ δρόμο του ανοίγει κατά το μέγα Ντον.
- 43. Την άλλη μέρα, ματωμένος όρθρος μηνάει την αυγή σύννεφα μαύρα έρχονται από τα μέρη του πελάγου, πάνε ν’ αποσκεπάσουνε τους τέσσερους τους ήλιους και μέσα τους βροντάνε γαλάζιες αστραπές.
- 44. Μέγας ζυγώνει αστραποκαμός! Νεροποντή θα σηκωθούν σαΐτες από το μέγα Ντον!
- 45. Εδώ θα σπάσουνε κοντάρια, και σπάθες θα στομώσουνε πάνω στα πολοφτσάνικα σιδεροσκού-φια, εδώ στον ποταμό Καγιάλα, σιμά στα μέγα Ντον.
- 46. Ω, της Ρωσίας η γη, πολύ μακριά είσαι τώρα!
- 47. Να οι άνεμοι, εγγόνοι του Στριμπόγου, ρίχνουν σαΐτες από τα μέρη του πελάγου πάνω στου Ίγκορ τα γενναία φουσάτα.
- 48. Η γη βογγάει, νερά θολά κυλάν οι ποταμοί, μπουχός τον κάμπο κουκουλώνει.
- 49. Κράζουν τα λάβαρα: οι Πολοφτσάνοι έρχονται από τον Ντον κι από τα μέρη του πελάγου, κι ολούθε πισωδρόμισαν τα ρωσικά φουσάτα.
- 50. Οι γιοι των δαιμόνων σκέπασαν μ’ αλαλαγμούς τον κάμπο κι οι αντρειωμένοι Ρώσοι τείχος σήκωσαν τα κόκκινα σκουτάρια τους.
- 51. Άγριε ταύρε Φσέβολοντ! Μες στην καρδιά της μάχης αντροπαλεύεις, σαΐτες καταβρέχεις τα φουσάτα και στα σιδεροσκούφια τους σαν κεραυνοί βροντάν οι μαυροσιδερένιες σου οι σπάθες.
- 52. Εκεί, ταύρε, που ρίχνεσαι, εκεί που ο χρυσός σου αστράφτει ο σκούφος, σωροί σωριάζονται των απίστων Πολοφτσάνων τα κεφάλια.
- 53. Τρίψαλα τάκαμαν τ’ αβάρικα σιδεροσκούφια τους οι κορωμένες σου οι σπάθες, άγριε ταύρε Φσέβολοντ!
- 54. Και πώς, λοιπόν, λαβωματιές να λογαριάσει, αδελφοί, τούτος που δε λογάριασε και δόξα και ζωή,
- 55. και του γονιού του το χρυσό θρόνο στο Τσερνίγοβο, και της λατρεμένης γυναικός του, της πανέμορφης κόρης του Γλέμπου, την αγάπη της και το χάδι της;
- 56. Περάσανε και πάνε οι καιροί του Τρογιάνου, διαβήκανε τα χρόνια του Γιαροσλάβου, αλησμονήθηκαν κι οι πόλεμοι του Ολέγκ, του γιού του Σφιατοσλάβου.
- 57. Του Ολέγκ που σήκωσε σπαθί αποστασίας κι έσπειρε τη γη σαΐτες. Τα χρυσά σκαλόλουρα πατώντας έμπηκε στο Τμουτορακάν.
- 58. Ο παλιός, ο μέγας Γιαροσλάβος, τον είχε ακούσει τον αχό του αδελφοσπαραγμού, αλλά στο Τσερνίγοβο ο Βλαδίμηρος, ο γιος του Φσέβολοντ, σφάλιζε κάθε αυγή τ’ αυτιά του.
- 59. Και το Βόρι, το νιό κι αντρειωμένο κνιάζο, το γιό του Βιατσεσλάβου, η κομποφάνια του τον έφερε μπροστά σε δίκαιη κρίση και στον ποταμό Κανίνα νεκροσάβανο του έστρωσε το πράσινο χορτάρι για το γινάτι του Ολέγκ.
- 60. Κι από τον Καγιάλα τούτον ο Σφιατοπόλκος στο Κίεβο στην Άγια-Σοφιά είπε να φέρουν «το γονιό του αναμεσής στα ουγγαρέζικα φαριά.
- 61. Εκείνα τα χρόνια του Ολέγκ, του γιού του Καψοσλάβου, ο αδελφοσπαραγμός εφύτρωσε κι εθέριεψε• το βιός ρημάχτηκε των εγγονών του Νταζμπόγου, και των ανθρώπων η ζωή λιγο-χρονιάστη μέσα στις έχθρητες των κνιάζων.
- 62. Ανάρια τότε στη γη απάνου της Ρωσίας χουγιάζαν ζευγολάτες, αλλά οι κοράκοι κράζανε ολημερίς, μεράζοντας ψοφίμια• κι οι καλιακούδες λέγανε κι εκείνες τα δικά τους σε σαρκοφάι κράζοντας η μιά την άλλη.
- 63. Έτσι έγινε μ’ εκείνους τους στρατούς και μ’ εκείνους τους πολέμους, αλλά σκοτωμός σαν ετούτον δεν ακούστη! Από αυγή σε βράδι κι από βράδι σ’ αυγή φτεροπετάν σαΐτες κορωμένες, βροντιούνται σπάθες με σιδεροσκούφια, τριζοκοπάν κοντάρια μαυροσιδερένια
- 64. πέρα στην άγνωστη τη στέπα, μες στην καρδιά της γης των Πολοφτσάνων. Το μαύρο χώμα πεταλοπατήθηκε κι εσπάρθη κόκαλα και μούσκεψε στο αίμα. Σπόρος εχώθηκε πικρός στο χώμα της Ρωσίας.
- 65. Τι’ ναι ο αχός, τι’ ναι η βουή που έρχεται από πέρα μες στα βαθιά χαράματα; Ο Ίγκορ αντιδρομίζει τα φουσάτα – το λατρεμένο αδέρφι του το Φσέβολοντ σπλαχνίστηκε η καρδιά του.
- 66. Χτυπιούνταν μια, χτυπιούνταν δυο• και το καταμεσήμερο την τρίτη μέρα πέσαν τα λάβαρα του Ίγκορ.
- 67. Εδώ, στον όχτο του γοργορέματου Καγιάλα χωρίστηκαν τ’ αδέρφια•
- 68. εδώ αποσώθη το αιματερό κρασί
- 69. και οι γενναίοι Ρώσοι τη σήκωσαν την τάβλα: πότισαν και τους συμπεθέρους και για τη γη έπεσαν της Ρωσίας ως τον ένα.
- 70. Χαμηλώνει από θλίψη το χορτάρι, και το δέντρο πικραμένο έγειρε στη γη.
- 71. Ορίστε, λοιπόν, αδελφοί, δίσεχτοι χρόνοι ήρθαν κι η έρημος καταβρόχθισε τη δύναμη μας.
- 72. Η Αμάχη κατέβηκε αναμεσής στα στρατεύματα των εγγονών του Νταζμπόγου, όψη πήρε κορασιάς και διάβηκε στη γη του Τρογιάνου• σαν ο κύκνος ανοιγοτίναξε τα φτερά της στά γαλανά νερά του Ντον, φτεροτινάχτη κι έδιωξε πέρα τους μακάριους καιρούς. Οι κνιάζοι τώρα δεν πολέμαγαν τους απίστους• κι έλεγε αδελφός στον αδελφό: «δικό μου τούτο, δικό μου και τ’ άλλο».
- 73. Κι άρχισαν οι κνιάζοι να λέν για τα μικρά πως «μεγάλα είναι» και σήκωναν σπαθί αποστασίας κατά του εαυτού του ο καθένας.
- 74. Κι έρχονταν απ’ ολούθε με θριάμβους οι άπιστοι στης Ρωσίας τη γη.
- 75. Ω, αλάργα πέταξε ο γέρακας σπαράζοντας τα όρνια – στο πέλαγο!
- 76. Μα το γενναίο στράτευμα του Ίγκορ δε θ’ αναστηθεί.
- 77. Έσκουξε αποπάνω του η Κάρνα, κι η Ζέλια πήρε τις στράτες της Ρωσίας με φλογισμένο κέρατο φυσώντας θλίψη θανάτου.
- 78. Θρηνούν κι οδύρονται οι γυναίκες της Ρωσίας:
- 79. «Τους άντρες που λατρέψαμε
άλλο η ψυχή δε θα χαρεί•
η έγνοια μας δε θα νοιαστεί,
στα μάτια δε θα δούμε.
Στ’ ασήμια, στά μαλάματα
δε θα ξαναντυθούμε…» - 80. Κι αναστέναξε, αδελφοί, το Κίεβο από σπαραγμό και το Τσερνίγοβο απ’ τις συμφορές τις μαύρες.
- 81. Δάκρυ πικρό κύλησε στή γη της Ρωσίας, το πένθος την κατάκλυσε, πένθος βαθύ.
- 82. Κι οι κνιάζοι σήκωναν αποστασίες κατά του εαυτού του ο καθένας κι έρχονταν με θριάμβους οι άπιστοι στης Ρωσίας τα χώματα και παίρναν από μιά βερβέρα τη φαμελιά.
- 83. Γιατί τούτοι τώρα οι δυό αντρειωμένοι γιοί του Σφιατοσλάβου, Ίγκορ και Φσέβολοντ, πάλι την ανακούνησαν την έχθρα την παλιά. Που ό’τι την αποκοίμιζε με τη φοβερή του δύναμη ο μέγας κνιάζος του Κιέβου, ο τρομερός Σφιατοσλάβος, ο πατέρας τους.
- 84. Κι ό’τι κατάσπερνε τον τρόμο με τά ισχυρά φουσάτα του και με τις σπάθες του τις μαυροσιδερένιες. Τη γη επάτησε των Πολοφτσάνων• όργωσε ράχες και κλεισούρες•
- 85. λίμνες αντάριασε και ποταμούς στέρεψε ρέματα και βαλτοτόπια. Και τον Κομπιάκ τον άπιστο, κάτου στο περιγιάλι, στα σιδεροντυμένα μέσα και στα τρανά φουσάτα των Πολοφτσάνων, ανεμοστρόβιλος έμπηκε και τον άρπαξε – κι ευρέθη ο Κομπιάκ στο Κίεβο την πόλη, στου Σφιατοσλάβου μέσα την γκρίντνιτσα.
- 86. Όπου Αλαμανοί και Βενετοί, όπου Γραικοί και Μοραβοί ανυμνούν το Σφιατοσλάβο, και για τον κνιάζο Ίγκορ λόγους λένε πικρούς, ότι το θησαυρό τον βούλιαξε στον πάτο του Καγιάλα, στον ποταμό τον πολοφτσάνικο, κι ανεμοσκόρπισε το μάλαμα των Ρώσων.
- 87. Κι από τη σέλα τη χρυσή του κνιάζου, ευρέθη ο Ίγκορ σε σκλάβου σέλα.
- 88. Σκοτείνιασαν των πόλεων τα τειχιά, η χαρμόσυνη συμμαζεύτη.
- 89. Κι ο Σφιατοσλάβος όνειρο είδε θολό
- 90. στο Κίεβο στους λόφους. «Τη νύχτα τούτη, λέει αρχίζοντας αποβραδίς, με μαύρο σάβανο με σκέπαζαν στην κλίνη μου απάνου την πελεκημένη από ιτάμου ξύλο.
- 91. Κρασί γαλάζιο με πότιζαν και στο κρασί φαρμάκι ανακάτευαν.
- 92. Με σαϊτοθήκες άδειες των απίστων αλλογλώσσων χοντρό μαργαριτάρι λίχνιζαν στα στήθια μου
- 93. και χάδια μούκαναν. Και στο τερέμι μου το χρυσοσκεπασμένο, ξέφυγε η καταξυλή από το μεσοδόκι.
- 94. Κι ολη τη νύχτα, αρχίζοντας αποβραδίς, ψαρά κοράκια κράζαν πέρα στα λιβάδια κι απάνου απ’ τα ρουμάνια κόβοντας φτερό κατά του γαλανού πελάγου ρίχτηκαν τα μέρη».
- 95. Κι είπαν στον κνιάζο οι μπογιάροι:
- 96. «Περίλυπος, κνιάζε, στέκει, ο στοχασμός σου,
- 97. τι δυο γέρακες πέταξαν από το χρυσό θρόνο του γονιού τους και πήγαν να πατήσουνε το Τμουτορακάν την πόλη ή νερό να πιούν από το μέγα Ντον με τα σιδερασκούφια τους.
- 98. Των γεράκων τα φτερά τα πήραν οι άπιστοι με τα σπαθιά τους, και μ’ αλυσίδες σιδερένιες πεδούκλωσαν τους γέρακες.
- 99. Ήταν η μέρα η τρίτη σκοτεινή: δυο ήλιοι αποσκεπάστηκαν, δυο άντιστύλια καταπόρφυρα εξανεμίστηκαν και τα δυο νια φεγγάρια,
- 100. Ολέγκ και Σφιατοσλάβος, στα σκότη πέσαν και στο πέλαγο βούλιαξαν• και θάρρος μεγάλο πήραν απάνου τους οι άπιστοι.
- 101. Στον Καγιάλα ποταμό επνίγη το φώς στο σκότος:
- 102. στης Ρωσίας τη γη χύμηξαν οι Πολοφτσάνοι σα σπορά Πάρδων.
- 103. Σκέπασε η καταισχύνη τη δόξα μας•
- 104. η σκλαβιά πλάκωσε τη λευτεριά μας•
- 105. κατέβη ο Ντίβος από το δέντρο στη γη.
- 106. Και να που τραγουδάνε τώρα οι κόρες οι πεντάμορφες των Γότθων κάτου στο γιαλό, στη γαλανή τη θάλασσα, και σειούνται και βροντάν απάνω τους των Ρώσων τα χρυσαφικά.
- 107. Τραγουδάνε τους χρόνους του Μπούσου, ανυμνούνε τις σφαγές του Σαρουκάν.
- 108. Αλλά η δική μας η γιορτή ετέλειωσε, σύντροφοι».
- 109. Χρυσός Λόγος με δάκρυα ποτισμένος έτρεξε τότε από την ψυχή του μέγα Σφιατοσλάβου και είπε:
- 110. Ω, γιοί μου-καλογιοί μου, Ίγκορ και Φσέβολοντ, πρίν η ώρα κινήσατε να πνίχτε με τις σπάθες σας στο δάκρυ τη γη των Πολοφτσάνων,
- 111. και δόξα ν’ άποχτείστε. Αλλά μάχη άδοξη δώσατε, άδοξα χύσατε το αίμα των απίστων.
- 112. Οι ψυχωμένες οι καρδιές σας σαν το σκληρό τσελίκι βάφτηκαν, μες στους πολέμους αντρειώθηκαν.
- 113. Μα τί’ τανε που κάματε στ’ ασήμια των μαλλιών μου!
- 114. Και πούναι με τα πλούτη του και τον τρανό στρατό του ο αδερφός μου ο παντοδύναμος, ο Για-ροσλάβος, με τους μπογιάρους από το Τσερνίγοβο και με τους πολεμάρχους του, με τους Τατρά-νους,
- 115. τους Σελβίρους, τους Τοπτσάκους, τους Ρεβούγους και τους Ολβέρους του: τούτοι χωρίς σκουτάρια, με τα στιβαλομάχαιρα και τ’ άγρια χουγιαχτά τους κατατροπώνουν τα φουσάτα, τη δόξα διαλαλώντας των παππούδων τους.
- 116. Άλλα είπατε: «Μονάχοι θα νικήσουμε, μονάχοι θ’ αποχτήσουμε τη δόξα την αυριανή, μονάχοι θα μεράσουμε και την παλιά τη δόξα».
- 117. Και δε δυνόμουν, λέτε, αδελφοί, κι ο γέροντας εγώ να ξαναγίνω νιός;
- 118. Ψηλά ως τα σύννεφα ο γέρακας ο μουτάτος υψώνει το κυνήγι του και δε ντροπιάζει τη γενιά του.
- 119. Μα να του κακού η ρίζα: δε με συντρέχουνε οι κνιάζοι.
- 120. Κι ανάστροφα γύρισαν οι καιροί.
- 121. Το Ρίμοβο στενάζει από το σπαθί του Πολοφτσάνου, κι ο Βλαδίμηρος από τις λαβωματιές του.
- 122. Θλίψη τον δέρνει και καημός το γιό του Γλέμπου!
- 123. Μέγα κνιάζε Φσέβολοντ! Μήγαρις δε στοχάζεσαι φτεροπετώντας νάρθεις από πέρα να διαφεντέψεις το θρόνο το χρυσό του πατέρα σου;
- 124. Εσύ με τα κουπιά σου το Βόλγα δύνεσαι να ξεχειλίσεις και το Ντον να τον αδειάσεις με τα σιδε-ροσκούφια σου!
- 125. Κι αν ήθελες έρθει, μια νογκάτα θάχε η σκλάβα κι σκλάβος ένα ρεζάνι.
- 126. Τι εσύ και πάνου στη στεριά με ζωντανά κοντάρια πολεμάς – με τους αντρειωμένους γιούς του Γλέμπου.
- 127. Κι εσύ, δρόλαπα Ριούρικ και Δαβίδ! Τα χρυσαφιά σας πούναι τα σκουφιά που πλέξανε στο αίμα;
- 128. Και πούναι τώρα οι σύντροφοι σας οι ατρόμητοι, που μουκανιούνται μες την άγνωστη τη στέπα, ταύροι σα νάναι καρφωμένοι με φλογισμένες σπάθες;
- 129. Πατάτε, άρχοντες, τα χρυσά σκαλόλουρα για να ξεπλύνουμε την καταισχύνη τούτη, τη γη να διαφεντέψουμε της Ρωσίας, και πίσω να το πάρουμε το αίμα που εχύθη απ’ τις πληγές του Ίγκορ, του θαρραλέου γιού του Σφιατοσλάβου!
- 130. Κνιάζε της Γαλικίας Οχτάψυχε Γιαροσλάβε! Ψηλά ‘σαι καθισμένος στο θρόνο σου το χρυσολα-τημένο. Με τα σιδερένια σου φουσάτα στύλωσες τα βουνά τα ουγγαρέζικα, κι έφραξες του βασιλιά το δρόμο, και σφάλισες του Δούναβη τις πύλες, αστροπελέκια ρίχνοντας μεσ’ από σύννεφα και μέχρι Δούναβη δικάζοντας τ’ άδικα και τα δίκια.
- 131. Οι φοβεροί σου λόγοι ακούγονται πέρα στα βασίλεια• στο χέρι σου κρατάς τις πύλες του Κιέβου• σαΐτες ρίχνεις από το χρυσό θρόνο του γονιού σου ως τα βασίλεια των σουλτάνων.
- 132. Για ρίχτες, άρχοντα, κι απάνου στον Κοντσάκ, τον άπιστο το δούλο, τη γη να διαφεντέψουμε της Ρωσίας και πίσω να το πάρουμε το αίμα που εχύθη απ’ τίς πληγές του Ίγκορ, του θαρραλέου γιού του Σφιατοσλάβου!
- 133. Κι εσύ, δρόλαπα Ρομάνε, και Μστισλάβε! Το λογισμό σας βουλές αντρειωμένες τον πορεύουν σ’ άθλους.
- 134. Ψηλά η γενναία σου ψυχή φτεροπετάει σαν το γεράκι που ζυγιάζεται στα σύννεφα, ίδιο δρολάπι να ριχτεί και να δαμάσει τη βορά του.
- 135. Σιδερένι’ απανωκλίβανα ντένεστε κι οι δυο κάτου από τα ρωμαϊκά σιδεροσκούφια σας. Η γη τά-χει τρομάξει και πολλές χώρες: Χίνοβα και Λιτβά,
- 136. Γιατβάγκα και Ντερεμέλια. Κι οι Πολοφτσάνοι ρίξαν χάμου τα κοντάρια τους και σκύψαν το κεφάλι μπροστά στις μαυροσιδερένιες σας τις σπάθες.
- 137. Αλλά τώρα, κνιάζε, του ήλιου το φως ο Ίγκορ δεν το βλέπει, και το δέντρο κακό σημάδι δίνοντας απόθεσε τη φυλλωσιά του.
- 138. Οι πολιτείες του Ρόσου και του Σούλα διαγουμίστηκαν.
- 139. Και το γενναίο στράτευμα του Ίγκορ δε θ’ αναστηθεί!
- 140. Ο Ντον, κνιάζε, σε κράζει, και καλεί τους κνιάζους σε θριάμβους.
- 141. Η φύτρα του Ολέγκ, οι γενναίοι κνιάζοι, άδραξαν τ’ άρματα τους.
- 142. Ινγβάρδε και Φσέβολοντ κι όλοι εσείς οι τρεις γιοί του Μστισλάβου, γέρακες εξαφτέρουγοι, δεν είναι κι η δική σας φύτρα ταπεινή.
- 143. Με νικηφόρα σπάθα μήγαρις δεν αρπάξατε τους κλήρους σας; Τι τάχετε, λοιπόν, τα χρυσαφιά σκουφιά σας, και τα κοντάρια τα πολωνικά, και τα σκουτάρια σας;
- 144. Τις πύλες της στέπας, φράχτε τες με κοφτερές σαΐτες, τη γη να διαφεντέψουμε της Ρωσίας και πίσω να το πάρουμε το αίμα που εχύθη απ’ τις πληγές του Ίγκορ, του θαρραλέου γιού του Σφιατοσλάβου!
- 145. Τώρα ο Σούλας δεν κυλάει τ’ ασημένια ρέματα του κατά το Περεγιασλάβλ την πόλη, κι ο Ντβί-νας βόρβορο κατεβάζει στους αντρειωμένους του Πόλοτσκ κάτου από τ’ αλαλητό των απίστων.
- 146. Μονάχα ο Ιζασλάβος, του Βασίλκου ο γιός, βρόντηξε τις κοφτερές του σπάθες στων λιτόβων πάνου τα σιδεροσκούφια και του πάππου του ξαναζωντάνεψε τη δόξα, του Φσεσλάβου. Αλλά έπεσε στη ματωμένη χλόη, κάτου από κόκκινα σκουτάρια, από σπαθί λιτόβου βαρεμένος κι εκεί, σαν ξαπλωμένος νάταν σε κλίνη νυφική,
- 147. μίλησε κι είπε: «Τα όρνια, κνιάζε, σκέπασαν τους συντρόφους σου με τις φτερούγες τους, τ’ αγρίμια γλείψανε το αίμα τους».
- 148. Κι ούτε ο αδελφός του Μπρατισλάβος ήταν εκεί να τόνε συντροφεύει, ούτε κι ο Φσέβολοντ, το άλλο του τ’ αδέρφι. Μονάχος του• κι έτρεξε κοράλλι η ψυχή από τ’ αντρειωμένο σώμα μεσ’ από χρυσό γιορντάνι.
- 149. Χαμήλωσαν οι φωνές, συμμαζεύτη η χαρμόσυνη, βούκινα βογγάν στο Γκόροντνο.
- 150. Του Γιαροσλάβου εγγόνια και του Φσεσλάβου! Για χαμηλώστε τα φλάμπουρα, για βάλτε στα θηκάρια σας τις στομωμένες σπάθες –
- 151. τι ξεστρατίσατε από τη δόξα των παππούδων σας.
- 152. Οι αποστασίες σας έφεραν τους άπιστους στη γη της Ρωσίας, στον πλούσιο κλήρο του Φσεσλάβου•
- 153. και τον αναγκασμό οι εχθρητές σας μας τον έφεραν από τη γη του Πολοφτσάνου.
- 154. Πάνω στην έβδομη γενιά του Τρογιάνου
- 155. μ’ αποκοτιά μεγάλη ρίχτηκε ο Φσεσλάβος να πάρει την ποθητή της καρδιάς του.
- 156. Με την πανουργία πιάστηκε από τ’ άλογα και τριπόδισε στο Κίεβο την πόλη κι άγγιξε με του κονταριού το ξύλο το χρυσό θρόνο του Κιέβου.
- 157. Λάκιξε κι από δαύτους θερίο ανήμερο. Μεσάνυχτα, μες στη γαλάζια αντάρα, σηκώθη από το Μπέλγκοροντ
- 158. και την κονταυγή τρεις φορές βροντώντας τα πελέκια του άνοιξε του Νόβγκοροντ τις πύλες, τη δόξα ξανεμίζοντας του Γιαροσλάβου.
- 159. Σα λύκος ετινάχτη από Ντουντουτκί σε Νιέμιγα.
- 160. Στο Νιέμιγα θυμωνιάζουν κεφαλές, στουμπίζουν με δουκάνες μαυροσιδερένιες, ανθρωπινά κορμιά σωριάζουνε στ’ αλώνια και λιχνίζουν τις ψυχές από τα κόκαλα.
- 161. Με σπόρο σπάρθηκε κακό η ματαποτισμένη ποταμιά του Νιέμιγα, με οστά σπάρθηκε νιόλουβων Ρούσων.
- 162. Ο κνιάζος Φσεσλάβος δίκαζε τα δίκαια και τ’ άδικα των ανθρώπων, κι όριζε στους κνιάζους πολιτείες• τις νύχτες αλώνιζε σα λύκος: χύμαγε από Κίεβο και κράζοντας οι πετεινοί πάταγε στο Τμουτορακάν σα λύκος τριποδίζοντας άφηνε πίσω και το μέγα Χορς.
- 163. Όρθρο του σήμαιναν οι καμπάνες της Άγια-Σοφιας στο Πόλοτσκ – τούτος τις άκουγε στο Κίεβο.
- 164. Ψυχή δαιμόνια μόνιαζε στο αντρειωμένο του κορμί, πολλά όμως ήταν τα παθήματά του.
- 165. Κι ο θεϊκός Μπογιάνος του τόχε, ο πολύπειρος, από πριν ακόμα τραγουδήσει:
- 166. «Ουδέ κι ο πολυμήχανος θε να ξεφύγει,
ουδέ κι αντρειωμένος,
ουδέ και το πουλί τ’ ατρόμαχτο
των ουρανών την κρίση!» - 167. Ω, στεναγμό πόχει να σέρνει της Ρωσίας η γη, τους παλιούς καιρούς μελετώντας και τους παλιούς τους κνιάζους!
- 168. Τον παλιόν εκείνο Βλαδίμηρο τίποτα δεν τον κράταγε στους λόφους του Κιέβου.
- 169. Τώρα τις σημαίες εκείνου, άλλες ο Ριούρικ τις κρατάει κι άλλες ο Δαβίδ – μα χώρια τα λάβαρα τους ανεμίζουν, χώρια και τα κοντάρια τους τραγουδάν.
- 170. Στο Δούναβη της Γιαροσλάβνας η φωνή γροικιέται – έρημος κούκος και λαλεί μες στα βαθιά χαράματα:
- 171. Σαν κουκοπούλι, λέει, να πέταγα στο Δούναβη,
- 172. το μεταξένιο νάβρεχα το χερομάνικό μου μες στον Καγιάλα ποταμό,
- 173. κι απέ τον κνιάζου νάπλενα τις ματοστάλαχτες πληγές στ’ αντρειωμένο του το σώμα.
- 174. Η Γιαροσλάβνα κλαίει την αυγή ψηλά στα τείχη στο Πουτίβλ, μοιρολογάει και λέει:
- 175. Αέρα κι Άνεμε!
Τι ‘ν’ άρχοντα, οι μάνητες
και τ’ άγριο φύσημα σου,
και πως μ’ ανάλαφρη καρδιά
και τα γοργά φτερά σου
πας τις σαίτες των εχτρών
στον λατρευτού μου πάνω τους στρατιώτες; - 176. Δε σ’ έφτανε στον ουρανό
να κουβαλάς τα νέφη
και στα καράβια να κουνάς,
μες τα γαλάζια πέλαγα; - 177. Την παντοχή μου, άρχοντα,
ωϊμέ, πως την ξανέμισες
στης στέπας μέσα τιίς ξιφάρες! - 178. Η Γιαροσλάβνα κλαίει την αυγή ψηλά στα τείχη στο Πουτίβλ, την πόλη μοιρολογάει και λέει:
- 179. Ω, Δνείπερε, το τέκνο του Σλοβούτου!
Βουνά νταμάρια σχίζοντας
στη γη καταμεσής τον Πολοφτσάνου, - 180. σα μάνας αγκαλιά τα λικνοκούνησες
τον Μέγα Σφιατοσλάβου τα μονόξυλα,
ως το στρατώνα φέρνοντάς τα του Κομπιάκ. - 181. Έτσι και τώρα, άρχοντα, παρακαλώ σε, πάρε τον
κι ακέριον φέρε μου τον
τον άντρα μου και τον αητό, που λάτρεψε η καρδιά μου
πια να μη στέλνω πάσ’ αυγή
δάκρυα στα μέρη του πελάγου. - 182. Η Γιαροσλάβνα κλαίει, την αυγή ψηλά στα τείχη στο Πουτίβλ, μοιρολογάει και λέει:
- 183. Ήλιε λαμπρέ και τρίσλαμπρε,
τη ζέστα δίνεις σ’ ολουνούς
δίνεις την ομορφιά σου, - 184. μα τις καυτές αχτίδες σου
ανάστροφα τις γύρισες
– καυτές σαίτες, άρχοντα, –
στου λατρευτού μου πάνω τους στρατιώτες!
Μέσα στην άνυδρη τη στέπα
πήρεν η δίψα τα δοξάρια τους
και τάλιωσε,
και ο βαρύς καημός εστούμπωσε
τις σαϊτοθήκες τους! - 185. Αντάριασε η θάλασσα το μεσονύχτι• δρόμιασε σκοτεινός ανεμοστρόβιλος και πάει. Στον κνιάζο Ίγκορ δείχνει ο Θεός το δρόμο απ’ τη γη του Πολοφτσάνου ως της Ρωσίας τη γη, στο χρυσό θρόνο του πατέρα του.
- 186. Το φέγγος αποσώθη του βραδιού. Κοιμάται ο Ίγκορ και δεν κοιμάται – τη στέπα πιθαμίζει ο νους του από το μέγα Ντον ίσαμε το μικρό Ντονέτς.
- 187. Μεσάνυχτα• τ’ άλογο σελωμένο. Περ’ από το ποτάμι σφύριξε ο Οβλούρ, σημείο δίνοντας στον κνιάζο. «Ο κνιάζος Ίγκορ – έκραξε – σκλάβος δε θα μείνει!»
- 188. Εσάλεψε η γη, σφύριξε το χορτάρι, των Πολοφτσάνων οι σκηνές ανακουνήθηκαν.
- 189. Κι ο κνιάζος Ίγκορ, σαν το κακούμι χύθηκε στις καλαμιές, σαν άσπρο σφυριχτάρι στο νερό.
- 190. Στη ράχη ρίχτηκε του ανεμοπόδαρου αλόγου και πέζεψε σα λύκος με πόδια φλουδιασμένα.
- 191. Και χύμηξε για τα λιβάδια του Ντονέτς. Σα γέρακας φτερούγισε μέσα στις καταχνιές, χηνιά και κυκνοπούλια κόβοντας για κολατσό, για γιόμα και για δείπνο.
- 192. Σα γέρακας φτερούγισε ο Ίγκορ, και σαν ο λύκος ακολουθώντας κι ο Οβλούρ ξετίναζε τις πάχνες• τι απόκαμαν και ξέπνωσαν τα φτερωτά τους άλογα.
- 193. Λέει ο Ντονέτς:
- 194. «Κνιάζε Ίγκορ! Μέγα το μεγαλείο σου, και του Κοντσάκ το άχτι, και της γης της ρωσικής, η χαρμόσυνη!»
- 195. Λέει ο Ίγκορ:
- 196. «Ω, Ντονέτς! Μέγα το μεγαλείο σου τι εκούνησες τον κνιάζο πάνου στα κύματα σου, και πρασινάδα τούστρωσες την ασημένιαν ακροποταμιά σου, και με ζεστή τον σκέπασες άχνη σε δέντρου καταπράσινου τον ίσκιο•
- 197. και φυλακάτορες του έβαλες το σφυριχτάρι στο νερό, τα γλαροπούλια στα κύματα, τις άγριες χήνες στον αέρα».
- 198. Τέτοιος δεν είναι, λέει, κι ο Στούγνας ποταμός-αχαμνονέρης, ξένες ρουφώντας νεροσυρμές και ρέματα, φαρδύς εκεί που χύνεται, πήρε μες στο βυθό και σκέπασε, σιμά στο σκοτεινό του όχτο, το νέο κνιάζο Ροστισλάβο.
- 199. Θρηνεί του Ροστισλάβου η μάνα το νέο κνιάζο Ροστισλάβο.
- 200. Χαμήλωσαν από θλίψη τα λούλουδα, και το δέντρο πικραμένο έγειρε στη γη.
- 201. Δεν κράζουν κισσοπούλια: ξοπίσω του Ίγκορ δρόμιασε ο Κζά με τον Κοντσάκ. Τώρα δε σκούζουν κόρακες, δε σκούζουν καλιακούδες•
- 202. τα κισσοπούλια λούφαξαν – μόνο τα φίδια σέρνονται. Κι οι δεντροφάγοι κροταλίζοντας δείχνουν της ποτάμιας τη στράτα. Τ’ αηδόνια με τραγούδια της χαράς μηνάν τη χαραυγή.
- 203. Γυρίζει ο Κζά και λέει του Κοντσάκ:
- 204. «Ο φάλκονας πετάει στο λημέρι του• τις χρυσές σαΐτες μας να τις ρίξουμε στο φαλκονάρι».
- 205. Λέει κι ο Κοντσάκ στον Κζά:
- 206. «Ο φάλκονας ας πάει στό λημέρι του• μαυλάμε εμείς το φαλκονάρι με την όμορφη κόρη».
- 207. Και λέει ο Κζά στον Κοντσάκ:
- 208. «Μαυλάμε το φαλκονάρι με την όμορφη κόρη, αλλά χάνουμε και την όμορφη κόρη• και μας τρώνε τότε τα όρνια μέσα στον κάμπο τον πολοφτσάνικο».
- 209. Έλεγε ο Μπογιάνος για τα σεφέρια του Σφιατοσλάβου, ο ραψωδός του καιρού των παλιών κνιά-ζων, του Γιαροσλάβου και του Ολέγκ:
- 210. βαριά ‘ναι, κεφαλή, η μοίρα σου δίχως τους ώμους,
μαύρη κι η δική σου, σώμα, δίχως την κεφαλή•
– γη της Ρωσίας δίχως τον Ίγκορ. - 211. Λάμπει ο ήλιος στα ουράνια – ο κνιάζος Ίγκορ γύρισε στης Ρωσίας τη γη.
- 212. Κόρες τραγουδάν στό Δούναβη. Αντιλαλούν τραγούδια πάνω από τη θάλασσα κι ως το Κίεβο.
- 213. Ο Ίγκορ ανεβαίνει από του Μπόριτσεφ, πάει στην Παναγιά την Πυργιώτισσα.
- 214. Οι χώρες χαίρονται, οι πολιτείες αγάλλουν.
- 215. Το πρώτον υμνήσαμε τους παλιούς κνιάζους, ύστερα και τους νέους:
- 216. «Δόξα νάχει ο Ίγκορ, ο γιος του Σφιατοσλάβου, ο ταύρος ο ανήμερος ο Φσέβολοντ, ο Βλαδίμηρος ο γιος του Ίγκορ!»
- 217. Νάχουν ζωή οι κνιάζοι και τα παλικάρια τους που στ’ όνομα της χριστιανοσύνης πολεμάν τα φουσάτα των απίστων!
- 218. Οι κνιάζοι νάχουν δόξα και τα παλικάρια τους. Αμήν.
Ссылка
Если вы используете корпус в научной работе, пожалуйста, сошлитесь на эту публикацию:
Орехов Б. В. Параллельный корпус переводов «Слова о полку Игореве»: итоги и перспективы // Национальный корпус русского языка: 2006—2008. Новые результаты и перспективы. — СПб.: Нестор-История, 2009. — С. 462—473.